περιπρήθω

περιπρήθω
Α
καίω κάτι από όλες τις πλευρές, πυρπολώ, περιπίμπρημι.*
[ΕΤΥΜΟΛ. < περι-* + πρήθω «κάνω κάτι να ανάψει»].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • περίπρησις — ήσεως, ἡ, Α [περιπρήθω] καύση ενός αντικειμένου από όλες τις πλευρές του, ολόγυρα («περίμπρησις ὅλου τοῡ σώματος», Φιλούμ.) …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”